κανθοῦ

κανθοῦ
κανθός
corner of the eye
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικανθίδα — η (AM έπικανθίς) 1. η εγκανθίς*, η ρίζα τού κανθού τού ματιού 2. δερματική πάθηση κατά την οποία το δέρμα στη βάση τής μύτης αναδιπλώνεται σε πτυχή ώστε τα μάτια να μοιάζουν με τών Μογγόλων, αλλιώς επίκανθος …   Dictionary of Greek

  • κανθίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού κάνθου*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. canthitis < canth (πρβλ. κανθός) + itis (πρβλ. ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • παρώτιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται δίπλα στο αφτί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώτιον το μέρος τού κανθού τού ματιού προς τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώτιος (< οὖς, ὠτός)] …   Dictionary of Greek

  • υπέρχρωμα — το, Ν υπερσάρκωση τού κανθού τού ματιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”